γομώνω

γομώνω
γόμωσα
1. παραγεμίζω πουλερικό ή φαγητό με γέμισμα.
2. γεμίζω όπλο με εκρηκτική ύλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γομώνω — γομώνω, γόμωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: γομώνω : σπάνια η εμφάνιση του ρήματος στην παθητική φωνή (γομώνομαι, βλ. πίν. 4 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γομώνω — (AM γομῶ, όω) [γόμος] 1. γεμίζω 2. φορτώνω …   Dictionary of Greek

  • αγόμωτος — η, ο [γομώνω] ο δίχως γόμωση, αγέμιστος …   Dictionary of Greek

  • αναγομώνω — γεμίζω εκ νέου (όπλο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γομώνω] …   Dictionary of Greek

  • γομώ — βλ. γομώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”